- τελειοποιούμαι
- τελειοποιούμαι, τελειοποιήθηκα, τελειοποιημένος βλ. πίν. 74
, βλ. πίν. 75
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ικανώ — (ΑΜ ἱκανῶ, όω, Μ και έω) [ικανός] (νεοελλ. μσν.) 1. ικανοποιώ, ανταμείβω κάποιον 2. ευχαριστώ, τέρπω κάποιον 3. επαρκώ, είμαι αρκετός 4. τακτοποιώ 5. συμπληρώνω 6. αποδίδω, επιστρέφω κάτι σε κάποιον 7. αποζημιώνω μσν. 1. μέσ. ἱκανοῡμαι, όομαι α)… … Dictionary of Greek
περαιώνω — περαιῶ, όω, ΝΑ φέρω κάτι στο απέναντι μέρος, περνώ κάποιον πέρα από ένα σημείο όπου ήταν προηγουμένως, διαπορθμεύω («περαιοῡν τοὺς στρατιώτας εἰς τὴν Λιβύην», Πολ.) 2. περαίνω, αποπερατώνω, φέρω σε πέρας κάτι που άρχισα («ἐπεραίωσε τὸν λόγον»,… … Dictionary of Greek